arrogant

From LSJ
Revision as of 09:23, 21 July 2017 by Spiros (talk | contribs) (CSV3)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 42.jpg

adj.

P. and V. σεμνός, ἱψηλός, P. ὑπερήφανος, μεγαλόφρων, ὑπεροπτικός, ὀγκώδης, V. ὑπέρφρων, ὑπέρκοπος, ὑψηλόφρων (also Plat. but rare P.), ὑψήγορος, σεμνόστομος, Ar. and V. γαῦρος.

Be arrogant: P. and V. φρονεῖν μέγα, σεμνύνεσθαι, ὑπερφρονεῖν, Ar. and V. ὀγκοῦσθαι (also Xen.), V. ἐξογκοῦσθαι, χλιδᾶν, πνεῖν μέγαλα.