ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
1. κάνω κάποιον κουτό, αποβλακώνω2. γίνομαι κουτός, χάνω το μυαλό μου, αποβλακώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + -ιαίνω (πρβλ. χλομιαίνω)].