Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
κρεοσιτῶ, -έω (Α)
έχω ως κύρια τροφή μου το κρέας, είμαι κρεοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -σιτῶ (< -σιτος < σῖτος), πρβλ. αρτοσιτώ, λιποσιτώ].