Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
η (Α κροκίς, -ίδος)
κροκύδα
αρχ.
μυγοχάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη «κλωστή, νήμα» + κατάλ. -ίς (πρβλ. σκελίς, φιαλίς)].