κοψοπόδης
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
Greek Monolingual
-α, -ικο
κουτσοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -πόδης (< πόδι), πρβλ. μακροπόδης, στραβοπόδης].
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
-α, -ικο
κουτσοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -πόδης (< πόδι), πρβλ. μακροπόδης, στραβοπόδης].