κρουσιφλεγής

From LSJ
Revision as of 18:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

-ές και κρουσίφλογος, -η, -ο
αυτός που αναφλέγεται κατά την κρούσηκρουσιφλεγής οβίδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρουσιφλεγής < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσ-ις) + -φλεγής (< φλέγω), πρβλ. κοσμοφλεγής, πυριφλεγής, ενώ ο τ. κρουσίφλογος < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσις) + -φλογός (< φλόγα), πρβλ. ολόφλογος, πυρίφλογος. Οι λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Ο τ. κρουσίφλογος μαρτυρείται από το 1853 στον Γρηγ. Χαντσερή].