κυανοπτέρυξ
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
υγος, ὁ, ἡ, = κυανόπτερος (with blue-black feathers, dark-winged), παῖς Ἀφροδίτας Cerc. 5.2.
Greek Monolingual
κυανοπτέρυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
(για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτέρυξ (πρβλ. λευκοπτέρυξ, φοινικοπτέρυξ)].