κρυμαλέος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
α, ον, A icy, chilly, Heraclit.All.50, S.E.M.9.83.
German (Pape)
[Seite 1515] eiskalt, frostig; Sp., wie z. B. Heracl. Alleg. Hom. 50; Eratosth. 2, 10; S. Emp. adv. phys. 1, 83.
Greek (Liddell-Scott)
κρῡμᾰλέος: -α, -ον, παγετώδης, ψυχρός, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 50, Σέξτ. Ἐμπ. εἰς Ἑρμ. 9. 83.
Greek Monolingual
κρυμαλέος, -α, -ον (Α)
ψυχρός, παγερός, κρύος σαν πάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. -αλέος (πρβλ. διψαλέος, ριγαλέος)].