κυνόδοντας
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
ο (Α κυνόδους, -οντος)
καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, τέσσερα στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται μεταξύ τών τομέων και τών προγομφίων
αρχ.
1. δόντι δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.)
2. δόντι πριονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. χαλόδους, χαυλιόδους)].