κόρνος

From LSJ
Revision as of 09:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρνος Medium diacritics: κόρνος Low diacritics: κόρνος Capitals: ΚΟΡΝΟΣ
Transliteration A: kórnos Transliteration B: kornos Transliteration C: kornos Beta Code: ko/rnos

English (LSJ)

κεντρομυρσίνη (Sicel), Hsch.

Greek Monolingual

ο (Α κόρνος)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κορνίδες ή κρανίδες
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) (στους Σικελούς) το φυτό κεντρομυρσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως σύγχρονος επιστημον. όρος είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cornus < λατ. cornus / cornum, συγγενές του κράνον. Το αρχ. ελλ. κόρνος ίσως είναι δάνειο από τη λατ.].