ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
λαμπροπρεπής, -ές (Μ)λαμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιοπρεπής].