λειψίφως
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
German (Pape)
[Seite 27] ωτος, = Vorigem, Eust. 811, 63.
Spanish
Greek Monolingual
λειψίφως, -ωτος, τὸ (ΑM)
ελλειπές, ελαττωμένο, άτονο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψι- (βλ. λείπω) + φῶς (πρβλ. ημί-φως), σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος.
Léxico de magia
ὁ que ha abandonado la luz de un demon ἥρωες ἀτυχεῖς, οἳ ἐν τῷ δεῖνο τόπῳ συνέχεσθε, λειψίφωτες ἀλλοιόμοροι difuntos desafortunados, los que estáis en este lugar encerrados, vosotros que habéis abandonado la luz y que sufrís diversos destinos P IV 1409