λωγάς

From LSJ
Revision as of 16:32, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωγάς Medium diacritics: λωγάς Low diacritics: λωγάς Capitals: ΛΩΓΑΣ
Transliteration A: lōgás Transliteration B: lōgas Transliteration C: logas Beta Code: lwga/s

English (LSJ)

πόρνη, Hsch.; cf. λωγάλιοι.

Greek Monolingual

λωγάς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πόρνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λωγάνιον και εμφανίζει επίθημα -ας, -άδος, ενώ για την παρόμοια σημασιολογική εξέλιξη, από «δέρμα» με σημ. «πόρνη», πρβλ. κασαλβάς, κασαυράς, κασωρίς, λατ. scortum. Επίσης συνδέεται με τον τ. λωγάλιοι.

German (Pape)

άδος, ἡ, wie λαικάς, geiles Weib, Hure, Hesych. Vgl. λωγάνιοι.