ἤμων
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
v. ἀμάω (A).
Greek (Liddell-Scott)
ἤμων: ἴδε ἐν λ. ἀμάω.
French (Bailly abrégé)
impf. de ἀμάω.
Greek Monolingual
ἥμων, ο (Α)
στον πληθ. οἱ ἥμονες
ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ (του ἵημι, πρβλ. ἦκα, αόρ. του ἵημι) + -μων].
Greek Monotonic
ἤμων: παρατ. του ἀμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἤμων: impf. к ἀμάω.