ἰχθυοθήρας
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ου, ὁ, A fisherman, Sch.Lyc.1200: also ἰχθῠο-θηρευτής, οῦ, ὁ, Man.4.243:
German (Pape)
[Seite 1276] ὁ, Fischjäger, Fischer, Sp., z. B. Schol. Lycophr. 1200.
Greek Monolingual
ἰχθυοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά ψάρια, αλιέας, ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λαγοθήρας, ορνιθοθήρας].