λαγοθήρας
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
-ου, ὁ,
A hare-hunter, in voc. λαγοθηρᾰ or λαγοθῆρᾰ AP9.337 (Leon.).
II a kind of eagle, Hsch.
German (Pape)
[Seite 3] ὁ, Hasenjäger, Leon. Tar. 17 (IX, 337) im voc. λαγόθηρα.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chasseur de lièvres.
Étymologie: λαγός, θηράω.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγοθήρᾱς: ου ὁ (voc. λαγόθηρᾰ) охотник за зайцами Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων λαγωούς, Ἀνθ. Π. 9. 337, ἐν τῇ κλητ. -θηρᾰ.
Greek Monolingual
λαγοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά τους λαγούς, λαγοκυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -θήρας (< θήρα), πρβλ. λογοθήρας, χρυσοθήρας].
Greek Monotonic
λᾰγοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που θηρεύει λαγούς, λαγοκυνηγός, σε Ανθ.