λαγοθήρας

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγοθήρας Medium diacritics: λαγοθήρας Low diacritics: λαγοθήρας Capitals: ΛΑΓΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: lagothḗras Transliteration B: lagothēras Transliteration C: lagothiras Beta Code: lagoqh/ras

English (LSJ)

-ου, ὁ,
A hare-hunter, in voc. λαγοθηρᾰ or λαγοθῆρᾰ AP9.337 (Leon.).
II a kind of eagle, Hsch.

German (Pape)

[Seite 3] ὁ, Hasenjäger, Leon. Tar. 17 (IX, 337) im voc. λαγόθηρα.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur de lièvres.
Étymologie: λαγός, θηράω.

Russian (Dvoretsky)

λᾰγοθήρᾱς: ου ὁ (voc. λαγόθηρᾰ) охотник за зайцами Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων λαγωούς, Ἀνθ. Π. 9. 337, ἐν τῇ κλητ. -θηρᾰ.

Greek Monolingual

λαγοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά τους λαγούς, λαγοκυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -θήρας (< θήρα), πρβλ. λογοθήρας, χρυσοθήρας].

Greek Monotonic

λᾰγοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που θηρεύει λαγούς, λαγοκυνηγός, σε Ανθ.

Middle Liddell

λᾰγο-θήρας, ου, ὁ, θηράω
a hare-hunter, Anth.