ἰσχέγαον

From LSJ
Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχέγᾱον Medium diacritics: ἰσχέγαον Low diacritics: ισχέγαον Capitals: ΙΣΧΕΓΑΟΝ
Transliteration A: ischégaon Transliteration B: ischegaon Transliteration C: ischegaon Beta Code: i)sxe/gaon

English (LSJ)

τό, (ἴσχω, γῆ) retaining wall, SIG241A7, 247I214 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

ἰσχέγαον, τὸ (Α)
τοίχος που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί τα χώματα υπερκείμενου επιπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε- τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικὸ το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. έχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + -γαον (< γαῖα), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.].