κοπροβόρος

From LSJ
Revision as of 14:40, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek (Liddell-Scott)

κοπροβόρος: -ον, τρώγων κόπρον, ἐπί τοῦ ἔποπος, Κύριλλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κοπροβόρος, -ον)
(για έντομα ή πτηνά) αυτός που συνήθως τρώγει κόπρο, κοπροφάγος (α. «ἔποψ κοπροβόρος» β. «μυῖαι κοπροβόροι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμοβόρος, σαρκοβόρος].