λεξίθηρος

From LSJ
Revision as of 16:53, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

λεξίθηρος, -ον (Α)
αυτός που αποδίδει εξαιρετική σπουδαιότητα στις λέξεις και όχι στα νοήματα του λόγου του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. του λεξιθήρας, με επίδραση τών συνθέτων που έχουν β' συνθετικό -θηρος (πρβλ. πολύθηρος, φιλόθηρος)].

German (Pape)

ὁ, ein Wortjäger, s. λεξιθήρας.