κυλικίς

From LSJ
Revision as of 16:37, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

κυλικίς, -ίδος, ή (AM)
μικρή κύλικα
μσν.
φάρμακο, καταπότιον
αρχ.
θήκη φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. αιλουρίς, σταφυλίς)].

German (Pape)

ίδος, ἡ, = κυλίκιον, kleine Büchse, zu Arzneien, Ath. XI.480c.