τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
[Seite 1255] ἡ, Pfeilbehälter, Köcher, Ap. Rh. 2, 679; Posidipp. 1 u. Leon. Al. 11 (XII, 45. VI, 326).
ἰοδόκη και ἰοδόχη, ἡ (Α)θήκη βελών, φαρέτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴος (II) + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμοδόκη, αυλοδόκη].
ἰοδόκη: ἡ колчан Anth.