ἰσχυρόρριζος
From LSJ
ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι → go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie | go tell the Spartans, thou that passest by, that here obedient to their words we lie
English (LSJ)
ον, (ῥίζα) with strong root, Thphr.CP2.12.3, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡρόρριζος: -ον, (ῥίζα) ἰσχυρὰν ἔχων ῥίζαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 12, 3, κτλ.
Greek Monolingual
ἰσχυρόρριζος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρές, στέρεες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -ρριζος (< ρίζα), πρβλ. βαθύρριζος, μακρόρριζος].