ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
ἡδύθρους, -ουν και -οος, -οον δωρ. τ. ἁδύθρους, -ουν και -οος, -οον, (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκόλαλος («ἡδύθρους Μοῦσα», Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -θρους (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. αλλόθρους, δημόθρους, μιξό-θρους].