δημόθρους
From LSJ
English (LSJ)
-ουν, contr. for δημόθροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. δημόθροος.
Greek Monolingual
δημόθρους, -ουν (AM)
1. αυτός που συζητιέται στον λαό, ο περιβόητος
2. εκείνος που προκαλεί τη λαϊκή κατακραυγή.
German (Pape)
ουν, zsgzg. aus δημόθροος.