καταγωγεῖον
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
German (Pape)
[Seite 1344] s. καταγώγιον.
Greek Monolingual
καταγωγεῖον, τὸ (Α)
το καταγώγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγωγεῖον (< ἀγωγεῖον < ἀγωγός), πρβλ. προσαγωγείον, υδραγωγείον].