ναυσιφθόρος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (LSJ)
ον, ship-destroying, αὖραι Tim.Pers.144.
Greek Monolingual
ναυσιφθόρος, -ον (Α)
αυτός που φθείρει πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδροφθόρος.