Λέσβιος

From LSJ
Revision as of 18:04, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Middle Liddell

Λέσβιος, η, ον, Lesbian, of Lesbos, Hdt., etc.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Lesbos, Lesbien.
Étymologie: Λέσβος.

English (Slater)

Λέσβιος, of Lesbos Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1.

Greek Monotonic

Λέσβιος: -α, -ον, αυτός που προέρχεται από τη Λέσβο, σε Ηρόδ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Λέσβιος: II ὁ лесбосец, житель или уроженец Лесбоса Her., Thuc. etc.
лесбосский (οἰκοδομή Arst.).