νεκροδερκής

From LSJ
Revision as of 05:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροδερκής Medium diacritics: νεκροδερκής Low diacritics: νεκροδερκής Capitals: ΝΕΚΡΟΔΕΡΚΗΣ
Transliteration A: nekroderkḗs Transliteration B: nekroderkēs Transliteration C: nekroderkis Beta Code: nekroderkh/s

English (LSJ)

ές, looking like the dead, Man.4.555 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 237] ές, wie ein Todter anzusehen, Maneth. 4, 255.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδερκής: -ές, ὁ φαινόμενος ὅμοιος πρὸς τοὺς νεκρούς, ἔχων ὄψιν νεκροῦ, Μανέθων 4. 555.

Greek Monolingual

νεκροδερκής, -ές (Α)
αυτός που έχει όψη νεκρού, που φαίνεται όμοιος με νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. λιθο-δερκής, μεσο-δερκής].