ἐκβιαστικός
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (LSJ)
ή, όν, oppressive, tyrannical, Ptol.Tetr.155 (s.v.l.); cf. ἐκβιβ-.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά μέσα»).