Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
Full diacritics: μοιχευτής | Medium diacritics: μοιχευτής | Low diacritics: μοιχευτής | Capitals: ΜΟΙΧΕΥΤΗΣ |
Transliteration A: moicheutḗs | Transliteration B: moicheutēs | Transliteration C: moicheftis | Beta Code: moixeuth/s |
οῦ, ὁ, adulterer, Man.4.305.
[Seite 198] ὁ, = Vorigem, v.l. μοιχάτης.
μοιχευτής: -οῦ, ὁ, = μοιχός, Μανέθων 4. 305.
μοιχευτής, ὁ θηλ. μοιχεύτρια (ΑΜ) μοιχεύω
μοιχός
μσν.
το θηλ.
1. μοιχαλίδα
2. ανήθικη, διεφθαρμένη.