ἱππονόμος

From LSJ
Revision as of 14:42, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἱππονόμος Medium diacritics: ἱππονόμος Low diacritics: ιππονόμος Capitals: ΙΠΠΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: hipponómos Transliteration B: hipponomos Transliteration C: ipponomos Beta Code: *(ippono/mos

English (LSJ)

ον, A keeping horses, Poll.1.181. II ἱππόνομα, τά, prob. horsehire, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1260] Pferde weidend, hütend, βοτῆρας Soph. Ai. 228, wo Herm. des Verses wegen ἱππονώμους, Pors. richtiger ἱππονώμας geändert hat; Poll. 1, 181; – ἱππόνομος, von Pferden beweidet.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππονόμος: -ον, ὁ νέμων ἵππους, Πολυδ. Α΄, 181. ΙΙ. ἱππόνομα, τά, «μισθὸς ἱππικός, καὶ τῶν ἡμιόνων» Ἡσύχ., ὅπερ πιθαν. νὰ σημαίνῃ πληρωμὴν διὰ τὴν νομὴν ἵππων.

Greek Monolingual

ἱππονόμος, -ον (Α)
αυτός που βόσκει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. βουνόμος, μηλονόμος.

Russian (Dvoretsky)

ἱππονόμος: пасущий коней (βοτῆρες Soph. - v.l. ἱππονώμας).