ὀρείκτιτος

From LSJ
Revision as of 10:57, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Menander, fragment 761
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρείκτῐτος Medium diacritics: ὀρείκτιτος Low diacritics: ορείκτιτος Capitals: ΟΡΕΙΚΤΙΤΟΣ
Transliteration A: oreíktitos Transliteration B: oreiktitos Transliteration C: oreiktitos Beta Code: o)rei/ktitos

English (LSJ)

ον, dwelling in the mountains, σῦς Pi.Fr.313.

English (Slater)

ὀρείκτιτος
   1 mountain-dwelling ὀρεικτίτου συός (τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου Σ, (P. 2.31) c) fr. 313.

Greek Monolingual

ὀρείκτιτος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος, ορεινόςὀρείκτιτος σῡς». Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό-κτιτος].

Russian (Dvoretsky)

ὀρείκτῐτος: Pind. v.l. = ὀρικτίτης.