ὑποταύριον
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
τό, hypotaurium, the part of the body between the scrotum and fundament (ταῦρος ΙΙΙ or κοχώνη), Hippiatr. 48, prob. in Erot. s.v. τράμιν; also ὑπόταυρος, ὁ, Sch.Luc.Lex.1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποταύριον: τό, τὸ μέρος τὸ ὑπὸ τὸν ταῦρον (ΙΙΙ), δηλ. τὸ μεταξὺ τοῦ πρωκτοῦ καὶ ὄρχεων μέρος, Ἱππιατρικ. 154, 5· ἴδε Valck. Animadver. ad Ammon. 40, ἴδε κοχώνη.
Greek Monolingual
τὸ, Α ὑπόταυρος
το τμήμα του σώματος, μεταξύ του πρωκτού και τών όρχεων, το περίνεο.