πραϋμενής
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
ές, of gentle spirit, Hsch., in Adv. -νῶς; in form πρηϋ-, IG14.2012A40 (Sulp.Max.); more freq. in the contr. form πρευμενής (q.v.).
German (Pape)
[Seite 696] ές, sanftmüthig, ursprüngliche Form von πρευμενής; Hesych. hat πραϋμένως, προθύμως.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱϋμενής: -ές, «ὁ πράῳ τῷ μένει χρώμενος» Ἡσύχ. ἐν τῷ ἐπιρρ. -νῶς.
Greek Monolingual
-ές, Α
βλ. πρεϋμενής.