ὑφάλμυρος

From LSJ
Revision as of 11:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφάλμῠρος Medium diacritics: ὑφάλμυρος Low diacritics: υφάλμυρος Capitals: ΥΦΑΛΜΥΡΟΣ
Transliteration A: hyphálmyros Transliteration B: hyphalmyros Transliteration C: yfalmyros Beta Code: u(fa/lmuros

English (LSJ)

ον, somewhat salt, Dsc.2.122; f.l. for ὑφάμμοις (τόποις), Id.3.136.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφάλμῠρος: -ον, ὀλίγον ἁλμυρός, Εὐστ. Πονημάτ. 184. 57.

Greek Monolingual

-η, -ο/ ὑφάλμυρος, -ον, ΝΜΑ, και υφάρμυρος,-η, -ο, Ν
ο κάπως αλμυρός
νεοελλ.
ωκεαν. (για θαλάσσιο νερό) αυτός του οποίου η αλατότητα κυμαίνεται μεταξύ 0,500/00 ώς 170/00.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἁλμυρός.