Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
adj.
Obstinate: P. and V. αὐθάδης, σκληρός. Mad: P. and V. μανιώδης, Ar. and P. μανικός. Wild: P. and V. βάρβαρος, V. ἀνήμερος. Made savage: P. and V. ἀπηγριωμένος.