ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
obstinate: P. and V. αὐθάδης, σκληρός.
mad: P. and V. μανιώδης, Ar. and P. μανικός.
wild: P. and V. βάρβαρος, V. ἀνήμερος.
made savage: P. and V. ἀπηγριωμένος.