σκλήρωμα

From LSJ
Revision as of 18:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκλήρωμα Medium diacritics: σκλήρωμα Low diacritics: σκλήρωμα Capitals: ΣΚΛΗΡΩΜΑ
Transliteration A: sklḗrōma Transliteration B: sklērōma Transliteration C: skliroma Beta Code: sklh/rwma

English (LSJ)

ατος, τό, induration, Hp. Epid.4.38, Poll.4.198 (v.l. σκίρωμα), Orib.45.7.1.

German (Pape)

[Seite 901] τό, verhärteter Körper, Theil, Verhärtung, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σκλήρωμα: τό, ἐσκληρωμένον μέρος, σκίρρωμα, Ἱππ. 1135G, Ὀρειβάσ. 39 Mai.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και σκλῆμα Α σκληρῶ
αποσκληρωμένο μέρος ή σκληρό όγκωμα.