οφειλέτης
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀφειλέτης, Α θηλ. ὀφειλέτις, -ιδος)
1. αυτός που οφείλει, που χρωστά, ιδίως χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ)
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που οφείλει σε κάποιον ευγνωμοσύνη ή κάτι άλλο σχετικό
νεοελλ.
(νομ.) το ένα από τα δύο υποκείμενα υφιστάμενης ενοχής το οποίο υποχρεούται σε παροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφείλω + επίθημα -έτης (πρβλ. επέτης)].