σταχυολογέω
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
glean ears of corn, Sch.Theoc.3.32.
German (Pape)
[Seite 931] Aehren lesen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυολογέω: συλλέγω στάχυας σίτου, «σταχολογῶ», Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 32, Σουΐδ.· καὶ σταχυολογία, ἡ Γλωσσ.
Greek Monolingual
σταχυολογῶ, σταχυολογέω, ΝΜΑ, και σταχολογώ Ν
μαζεύω στάχια
νεοελλ.
επιλέγω χαρακτηριστικά στοιχεία και αποσπάσματα από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -λογώ].