φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
subs.
Ar. and P. σκῶμμα, τό, P. χλευασία. ἡ, χλευασμός, ὁ, πομπεία, ἡ, V. κερτόμησις, ἡ; see mockery. v. intrans. P. and V. σκώπτειν (Eur., Cycl. 675), Ar. and P. χλευάζειν; see mock.