πομπεία
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ἡ,
A leading in procession, solemn procession, Plb.30.25.2.
II abuse, ribaldry, such as was allowed to those who took part in the processions at the festivals of Dionysus and Demeter, D.18.11, Men.Per.Fr.4 (pl.): metaph., ἡ τοῦ δαίμονος καθ' ἡμῶν π. the mock that fate makes of us, Hld.5.6, cf. Philostr.VS2.27.
German (Pape)
[Seite 678] ἡ, das Aufführen in Procession, das Begleiten und Mitgehen bei einer feierlichen Procession. Auch der feierliche Aufzug selbst, besonders bei einer religiösen Feierlichkeit, Sp., wie Pol. 31, 3, 2. Bei den Römern auch der Aufzug im Triumphe. Übertr., das sich Brüsten, zur Schau Tragen, Gepränge, Sp. – Weil aber den Männern bei den Festaufzügen des Bacchus, wie den Frauen bei denen der Demeter, sowie den römischen Soldaten beim Triumphzuge ausgelassene, beißende Spott- und Schmähreden erlaubt waren, heißen auch Spottreden so, Verhöhnung, τῆς δὲ πομπείας ταύτης τῆς ἀνέδην γεγενημένης, ὕστερον μνησθήσομαι, Dem. 18, 11, was die Alten λοιδορία erklären; vgl. Mein. Men. p. 141; πομπεῖαι λοίδοροι ἐπὶ τῶν ἁμαξῶν, weil man bei diesen Gelegenheiten zu Wagen aufzuziehen pflegte; dah. übtr., ἡ τοῦ δαίμονος καθ' ἡμῶν πομπεία, der Spott, das Spiel, welches das Schicksal mit uns treibt, Heliod. 5, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
raillerie ou invectives que les hommes se lançaient aux fêtes de Dionysos, les femmes à celles de Déméter, les soldats romains aux cérémonies du triomphe ; p. ext. injure, invective, outrage.
Étymologie: πομπεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πομπεία -ας, ἡ [πομπεύω] bespotting (eigenl. spot bij een processie). Dem. 18.11.
Russian (Dvoretsky)
πομπεία: ἡ
1 торжественное шествие, процессия Polyb.;
2 (в связи с тем, что участники процессии в честь Вакха или Деметры отпускали вольные шутки) насмешка, издевательство, глумление Dem., Men.
Greek Monolingual
ἡ, Α πομπεύω
1. το να άγει, να συνοδεύει κανείς πομπή
2. πανηγυρική, θρησκευτική πομπή, συνοδεία, λιτανεία
3. στον πληθ. αἱ πομπεῖαι
δηκτικά και χυδαία πειράγματα, βωμολοχίες και χλευασμοί που αντάλλασσαν μεταξύ τους οι άντρες που έπαιρναν μέρος στις γιορτές του Βάκχου και οι γυναίκες που έπαιρναν μέρος στις γιορτές της Δήμητρος
4. μτφ. εμπαιγμός, ειρωνεία της τύχης.
Greek Monotonic
πομπεία: ἡ (πομπεύω),
I. οδήγημα σε πομπή, σε Πολύβ.
II. σκώμμα, λοιδωρία τέτοιου είδους που επιτρεπόταν σε όσους έπαιρναν μέρος στις πομπές κατά τις γιορτές του Βάκχου και της Δήμητρας, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
πομπεία: ἡ, (πομπεύω) τὸ πομπεύειν, πομπή, Πολύβ. 31. 3, 2. ΙΙ. σκῶμμα, λοιδορία, κτλ., ὁποῖα ἐπετρέποντο εἰς τοὺς λαμβάνοντας μέρος ἐν ταῖς ἑορταστικαῖς πομπαῖς τοῦ Βάκχου, καὶ τῆς Δήμητρος, Δημ. 229. 3· ἐπὶ τῶν ἁμαξῶν εἰσι πομπεῖαί τινες σφόδρα λοίδοροι Μένανδρ. ἐν «Περινθίᾳ» 4· (ὅμοιόν τι ἐπετρέπετο εἰς τοὺς Ρωμαίους στρατιώτας ἐν καιρῷ τῶν θριάμβων αὐτῶν, Suet. Ju. Caes. 49)· μεταφορ., τὴν ἐπάλληλον τοῦ δαίμονος καθ’ ἡμῶν πομπείαν, τὸν ἐπάλληλον ἐμπαιγμὸν τῆς τύχης ἐναντίον ἡμῶν, Ἡλιόδ. 5. 6, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ (τ. 2. σ. 173)· πρβλ. πομπεύω ΙΙΙ, ἅμαξα Ι. 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201.
Middle Liddell
πομπεία, ἡ, πομπεύω
I. a leading in procession, Polyb.
II. jeering, ribaldry, such as was allowed to those who took part in the processions at the festivals of Bacchus and Demeter, Dem.