δεξιότης

Revision as of 11:15, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

English (LSJ)

ητος, ἡ,
A dexterity, especially of mind, sharpness, cleverness, σοφίη καὶ δεξιότης Hdt.8.124, cf. Ar.Eq.719, al.; opp. ἀμαθία, Th.3.37.
II = δεξίωσις, δεξιότης καὶ φιλία Paus.7.7.5.
III courtesy, kindliness (cf. δεξιός v), Ph.2.30.
IV fortune, felicity, καιροῦ Lyd.Mag.1.3.

German (Pape)

[Seite 547] ητος, ἡ, 1) Gewandtheit, Geschicklichkeit, Klugheit, καὶ σοφίη Her. 8, 124; der ἀμαθία entgegengesetzt Thuc. 3, 37; vgl. Ar. Equ. 716 Ran. 1007. – 2) = δεξίωσις, καὶ φιλότης Paus. 7, 7, 5.

Greek (Liddell-Scott)

δεξιότης: -ητος, ἡ, ἱκανότης, ἐπιδεξιότης, ἐμπειρία, ἰδίως τοῦ νοῦ, εὐφυία, ὀξύνοια, σοφίη καὶ δεξιότης Ἡρόδ. 8. 124, Ἀριστοφ. Ἱππ. 719, κ. ἀλλ.· ἀντίθ. τῷ ἀμαθία, Θουκ. 3. 37. ΙΙ. = δεξίωσις, Παυσ. 7. 7, 5.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
adresse, dextérité, habileté.
Étymologie: δεξιός.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
• Alolema(s): dór. -τας IAE 36.12 (I d.C.)
1 destreza, habilidad en la guerra ἔδοσαν ... σοφίης δὲ καὶ δεξιότητος Θεμιστοκλέϊ ... στέφανον ἐλαίης Hdt.8.124, del médico para curar, Hp.Morb.Sacr.1.20, τοῦ ὁμιλεῖν I.AI 18.207, cf. 19.88, ἡ περὶ τὰς πράξεις αὐτοῦ δεξιότης I.AI 2.41
en esp. de la inteligencia agudeza, ingeniosidad, ingenio op. ἀμαθία Th.3.37, cf. Ar.Eq.719, V.1059, Ra.1009, φιλοσοφίας ... ἐγκαταλείμματα περισωθέντα διὰ συντομίαν καὶ δεξιότητα los restos de su filosofía que se han conservado gracias a su brevedad y finura intelectual Arist.Fr.13, para hacer una broma, Plu.2.632a, en la elocuencia δεξιότης καὶ πειθώ D.Chr.27.4, ἡ δεξιότης τῶν λόγων I.AI 9.26.
2 afabilidad, cortesía Ph.2.30, IAE l.c., Luc.Alex.61, Sat.34, D.C.69.5.1, Gr.Thaum.Pan.Or.6.52, Gr.Naz.Ep.204.3
rectitud moral, Gr.Nyss.Eun.1.106.
3 acogida amable, hospitalidad δεξιότης καὶ φιλία Paus.7.7.5.
4 situación favorable o propicia δεξιότης καιροῦ Lyd.Mag.1.3.

Greek Monotonic

δεξιότης: -ητος, ἡ (δεξιός), ικανότητα, εξυπνάδα, ευφυΐα, οξύνοια, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· αντίθ. προς το ἀμαθία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δεξιότης: ητος ἡ разумность, ловкость Thuc., Her. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεξιότης -ητος, ἡ δεξιός handigheid, vaardigheid, slimheid. vriendelijkheid, hoffelijkheid.

Middle Liddell

δεξιός
dexterity, cleverness, Hdt., Ar.; opp. to ἀμαθία, Thuc.

English (Woodhouse)

cleverness