ловкость
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Russian > Greek
πολυτροπία, πολυτροπίη, φιλότεχνον, ἐπιδεξιότης, εὐχέρεια, φιλοτεχνία, εὐστοχία, δριμύτης, δεξιότης, λῆμα, λᾶμα, σοφία, παλάμη