λαχανοπώλιον
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
τό, vegetable market, Sch.Ar.Lys. 556, Suid.
German (Pape)
[Seite 20] τό, = λαχανοπωλεῖον, Suid.
Greek Monolingual
λαχανοπωλείο, το (AM λαχανοπωλεῖον Α και λαχανοπώλιον) λαχανοπώλης
κατάστημα όπου πωλούνται λαχανικά, μανάβικο.