hostile
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. πολέμιος, ἐχθρός, ἐναντίος, δυσμενής, P. ὑπεναντίος, V. ἀνάρσιος, Ar. and V. παλίγκοτος. Disaffected: P. and V. δύσνους, Ar. and P. κακόνους, V. δύσφρων, κακόφρων. Be hostile to, v.: P. ἐχθρῶς διατεθῆναι πρός (acc). In a hostile spirit; P. πολεμίως, ἐναντίως.