ἁγιαστία
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ἡ, v.l. for ἁγιστεία, LXX 4 Ma.7.9.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -εία Epiph.Const.Haer.69.64.2
I 1ritual, culto τὴν ἁ. σεμνολογήσας LXX 4Ma.7.9.
2 proclamación de santidad, entonación del trisagio Epiph.Const.Anc.10 (p.18).
II santidad Epiph.Const.Haer.69.64.2.