ἁγιστεία

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁγιστεία Medium diacritics: ἁγιστεία Low diacritics: αγιστεία Capitals: ΑΓΙΣΤΕΙΑ
Transliteration A: hagisteía Transliteration B: hagisteia Transliteration C: agisteia Beta Code: a(gistei/a

English (LSJ)

ἡ, ritual, service, τῶν θεῶν, in plural, Isoc.11.28, cf. Pl.Ax.371d, Arist. Cael.268a14; later in sg., Str.9.3.7, J.Ap.1.7, Plu.Rom.22, Jul.Or.5.178d.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Call.SHell.265.21
1 rito, ceremonia gener. en plu. ἁγιστείαι τῶν θεῶν Isoc.11.28, Arist.Cael.268a14, de los misterios τοῖς μεμυημένοις ἐστίν τις προεδρία καὶ τὰς ὁσίους ἁγιστείας κἀκεῖσε (en la otra vida) συντελοῦσι Pl.Ax.371d, tb. en sg. διὰ τῆς ἁγιστείας οὐχ ἡ ψυχὴ μόνον ἀλλὰ καὶ τὰ σώματα ... σωτηρίας ἀξιοῦται Iul.Or.8.178d.
2 culto ἁγι[στείη] ν οὐδαμὰ παυσομένην Call.l.c., ἁ. μεγάλη culto importante, costoso en Delfos como centro de la anfictionía, Str.9.3.7, μετέχειν τῆς ἄλλης ἁ. I.Ap.1.36, περὶ τὸ πῦρ ἁ. Plu.Rom.22, περὶ τὸ θεῖον Procl.in R.1.78.
3 piedad, devoción, santidad ἡ ἱερωσύνης ἁ. Isid.Pel.Ep.M.78.985D.

German (Pape)

[Seite 14] ἡ, 1) αἱ ἐν τοῖς ἱεροῖς ἁγ., neben θυσίαι, Tempelgebräuche, Isocr. 11, 28; so Plat. Ax. 371 d τὰς ὁσίους ἁγ. συντελοῦσι, von den Mysterien der Ceres (VLL. ἱεροτελεστία, λατρεῖαι); Plut. Rom. 22 ἡ περὶ τὸ πῦρ ἁγ., von dem Dienst der Vestalinnen; αἱ ἱερατικαὶ ἁγ., von Aegypten, Symp. 8, 8, 2. – 2) Gottesfurcht, Luc. Amor. 15 δεισιδαίμων ἁγ., aberglaubische G.; ähnl. auch Strab. IX, 417.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
coutume sacrée, cérémonie religieuse.
Étymologie: ἁγιστεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἁγιστεία -ας, ἡ ἁγιστεύω ritueel, ceremonie.

Russian (Dvoretsky)

ἁγιστεία: ἡ преимущ. pl. священный обряд Isocr., Plat., Arst.: ἡ περὶ τὸ πῦρ ἁ. Plut. религиозный культ огня; δεισιδαίμων ἁ. Luc. суеверный обряд.

Greek (Liddell-Scott)

ἁγιστεία: ἡ, μάλιστα ἐν τῷ πληθ. ἅγιαι τελεταί, λατρεία ἐν τῷ ναῷ, ἱεροτελεστία, Ἰσοκρ. 227Α, Πλάτ. Ἀξ. 371D, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 1, 3. ΙΙ. ἁγιωσύνη, Στράβων 417.

Greek Monotonic

ἁγιστεία: ἡ, κυρίως στον πληθ., ιερές τελετές, ιεροτελεστίες, λατρείες στο ναό, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

mostly in plural holy rites, temple-worship, Isocr.