ὑριχός

From LSJ
Revision as of 18:54, 26 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑρῐχός Medium diacritics: ὑριχός Low diacritics: υριχός Capitals: ΥΡΙΧΟΣ
Transliteration A: hyrichós Transliteration B: hyrichos Transliteration C: yrichos Beta Code: u(rixo/s

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, wicker basket, hand-basket, Ar.Fr.569.5; σύριχος, Alex.128.3; written also ὑρισσός, Theognost. Can.23 (ὑρίσσος Hsch.); ὑρίσκος and συρίσκος, Hsch.; ὕρισχος, Phryn.PSp.116B. (βρίσχος ibid.); σύρισσος, Poll.10.129.

Greek (Liddell-Scott)

ὑρῐχός: [ῠ], ὁ, πλεκτὸν καλάθιον, χειροκάλαθον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 5· σύριχος Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 1· φέρεται καὶ ὑρισσός, Θεογνώστ. Κανόν. σ. 23· ὑρίσκος καὶ συρίσχος, Ἡσύχ.· ὕρισχος, Α. Β. 67· σύρισσος, Πολυδ. Ι΄, 129. Ὁ Σουΐδ. μνημονεύει καὶ ὑρρίς, ὅπερ ἑρμηνεύει διὰ τοῦ σπυρίς· καὶ παρ’ Ἡσυχ. φέρεται ὕρον, τό, σμῆνος μελισσῶν· παρὰ τῷ αὐτῷ φέρεται καὶ ὑρια-τόμος, ὅπερ ἑρμηνεύει: «ὁ τὰ κηρία τέμνων τῶν μελισσῶν».

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. σύριχος.