εἰσόψομαι
From LSJ
English (LSJ)
fut. of εἰσοράω, Ep. ἐσοράω Il.5.212, 24.206.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
v. εἰσοράω.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσόψομαι: μέλλ. τοῦ εἰσοράω, Ἰλ. Ε. 212, Ω. 206.
English (Autenrieth)
see εἰσοράω.
Greek Monotonic
εἰσόψομαι: μέλ. του εἰσοράω· βλ. ὁράω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσόψομαι: fut. к εἰσοράω.